-
1 σμώχω
σμώχω, = σμάω, σμήχω, reiben, abwischen, reinigen, ἐκλαμπρύνειν, Schol. zu Ar. a. a. O.; ἀμφοῖν τοῖν γνάϑοιν, Ar. Pax 1274, wo der Schol. τρίβειν, ἐσϑίειν erklärt; bei Nic. Ther. 530 ist σμώξας v. l. für μίξας. – Die VLL. erkl. σμῶξαι, πατάξαι, u. leiten davon σμῶδιξ her.
См. также в других словарях:
σμώχω — Α 1. τρίβω («καὶ σμώχετ ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», Αριστοφ.) 2. μτφ. προσβάλλω με ύβρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω» με το ενεστωτικό επίθημα χω (πρβλ. σμή χω) … Dictionary of Greek